ἰαμβειοφάγος

ἰαμβειοφάγος
ἰαμβειοφάγος
glutton at iambics
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιαμβειοφάγος — ἰαμβειοφάγος, ὁ (Α) αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους κατά την απαγγελία («ὁ βάσκανος οὗτος ἰαμβειοφάγος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαμβείος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. βιβλιο φάγος, χορτο… …   Dictionary of Greek

  • ιαμβειογράφος — ἰαμβειογράφος, ὁ (Α) βλ. ιαμβειοφάγος …   Dictionary of Greek

  • ιαμβοφάγος — ιαμβοφάγος, ὁ (Α) ο ιαμβειοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. δημο φάγος, ολιγο φάγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”